ξούρας

ξούρας
ο
(από το αρχαίο έξωρος), ξαναμωραμένος, κοροϊδευτική προσφώνηση των γερόντων: Άντε, γεροξούρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξούρας — ο 1. ψεύτης 2. (ως χλευαστικός χαρακτηρισμός γερόντων, ιδίως σε σύνθεση) γερο ξούρας άνθρωπος ξεμωραμένος ή φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἔξ ωρος* «παράκαιρος, ανάρμοστος, αυτός που έχει περάσει πια την κατάλληλη ηλικία για κάτι», με σίγηση τού… …   Dictionary of Greek

  • ξούρα — η 1. το ξύρισμα («πάτησε μια ξούρα» έκανε ένα καλό ξύρισμα) 2. μτφ. ψευτιά, περιαυτολογία («όλο ξούρες τής λέει για να τήν πείσει»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξουρίζω. Η λ. με τη δεύτερη σημ. υποχωρητικά από το ουσ. ξούρας] …   Dictionary of Greek

  • ξώρας — επίρρ. πέρα από την κατάλληλη ώρα, αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξώρας, με σίγηοη τού αρκτ. άτονου ε (βλ. και ξούρας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”